ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΑΓΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΣΕ ΔΥΟ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ

Τα λογιστήρια των ιδιωτικών κλινικών ζητάνε για εκκαθαρίσουν μεριδολόγια  από τους γιατρούς να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση αν εντάσσονται στο άρθρο 38 ή στο άρθρο 39.

Οι γιατροί μπαίνουν σε διαδικασίες διαπραγμάτευσης με τους » εργοδότες ».

Πιο αναλυτικά ο ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει στον ΕΦΚΑ υπεύθυνη δήλωση περί πλήρωσης των νόμιμων προϋποθέσεων, όπως αυτές περιγράφονται ως άνω, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, το ΑΦΜ του/των αντισυμβαλλομένου/ων του και προσκομίζοντας τυχόν άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του.

Εκδόθηκε η σχετική εγκύκλιος, η οποία, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, προβλέπει τα εξής: “Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος-εργοδότης δεν υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) και ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ενημερωθεί, μέσω υπεύθυνης δήλωσης από τον εργαζόμενο με Α.Π.Υ, τότε ο εργαζόμενος καταβάλλει εισφορές μισθωτού, (δηλαδή 6,67% για κύρια ασφάλιση και 2,55% για υγειονομική περίθαλψη, σύνολο 9,22%), μέχρι την επίλυση της διαφοράς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ. Το διάστημα αυτό, ο εργαζόμενος είναι ασφαλιστικά ενήμερος. Η διάταξη 39 παρ. 9 του ν. 4387/2016 εφαρμόζεται και στην περίπτωση μισθωτού που εκδίδει παράλληλα Α.Π.Υ σε -μέχρι δύο αντισυμβαλλόμενους-εργοδότες. Και εδώ, σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος-εργοδότης δεν υποβάλλει ΑΠΔ, ισχύουν, όσα αναφέρονται στο σημείο 1 και ο εργαζόμενος καταβάλλει τις εισφορές που αντιστοιχούν σε μισθωτό”.

Πρόσωπα που εντάσσονται στη ρύθμιση

Για τα πρόσωπα που έχουν ιδιότητα ή ασκούν δραστηριότητα, βάσει της οποίας θα υπάγονταν, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, στην ασφάλιση  του ΕΤΑΑ, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις αυτών, όπως ίσχυαν, πριν την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, το συνολικό ποσό εισφοράς κύριας σύνταξης, ο τρόπος υπολογισμού, καθώς και ο υπόχρεος καταβολής της εισφοράς, προσδιορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 38 του συγκεκριμένου νόμου, εφόσον το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά). Συμπερασματικά γιατροί που διατηρούν ατομικό ιατρείο ή συμμετέχουν σε ιατρική εταιρεία δεν εντάσσονται στις παραπάνω διατάξεις.

Υποβολή ΑΠΔ

Προκειμένου να διασφαλιστεί τόσο η εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών, όσο και η ενημέρωση των υπόχρεων καταβολής, ο ασφαλισμένος που αιτείται την υπαγωγή του στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, οφείλει να αναγράφει στο Α.Π.Υ που εκδίδει στον αντισυμβαλλόμενό του ότι υπάγεται στην εν λόγω ρύθμιση. Αντίστοιχα και, μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα, ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να υποβάλει για τον ασφαλισμένο που υπάγεται στην ανωτέρω ρύθμιση ΑΠΔ, προβαίνοντας σε κατανομή της συμφωνηθείσας αμοιβής ανά μήνα, με βάση τη διάρκεια της σύμβασης. Με την υποβολή της ΑΠΔ αυτής, ενεργοποιείται αυτομάτως η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με τα παραπάνω.

Στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποβάλλει ΑΠΔ, προκειμένου ο παρέχων σε αυτόν υπηρεσίες ασφαλισμένος να υπαχθεί στην οικεία ρύθμιση, ο εν λόγω ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει στον ΕΦΚΑ υπεύθυνη δήλωση περί πλήρωσης των νόμιμων προϋποθέσεων, όπως αυτές περιγράφονται ως άνω, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, το ΑΦΜ του/των αντισυμβαλλομένου/ων του και προσκομίζοντας τυχόν άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του. Στη συνέχεια, ενημερώνεται/ονται ο/οι αντισυμβαλλόμενος/οι αυτού περί της υποχρέωσης υποβολής ΑΠΔ και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, για το χρονικό διάστημα από την υποβολή της δήλωσης και εντεύθεν. Εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος αμφισβητεί το περιεχόμενο της δήλωσης του ασφαλισμένου, υποβάλλει αντιρρήσεις ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του ΕΦΚΑ, ενώ, μέχρι την επίλυση της σχετικής διαφοράς από τα όργανα αυτά, ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλει τις εισφορές που αντιστοιχούν στο ποσοστό του εργαζόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 38

Ανώτατη-κατώτατη βάση υπολογισμού εισφορών

Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τις περιπτώσεις που υπάγονται στην οικεία ρύθμιση ελέγχεται σε συνάρτηση με τη διάρκεια της σύμβασης μεταξύ των μερών. Συγκεκριμένα, για όσους έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 με ετήσια διάρκεια σύμβασης, κατά τα ως άνω, ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ, συνεπώς οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του Α.Π.Υ, ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,8 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται υπέρβαση του ανώτατου ετήσιου ορίου. Σε περιπτώσεις συμβάσεων με διάρκεια μικρότερη του έτους, καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στην κατανομή της συμφωνημένης αμοιβής ανά μήνα ενώ και το ανώτατο όριο λαμβάνεται υπόψη σε μηνιαία βάση (5.860,80 ευρώ). Στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό των Α.Π.Υ που εκδίδεται, μηνιαίως, από ασφαλισμένο που υπάγεται στη ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39, υπολείπεται της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών, ο εν λόγω ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλει τις εισφορές που υπολείπονται του ελάχιστου ποσού κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής υποχρέωσης, οπότε και θα οριστικοποιούνται οι αναλογούσες σε αυτόν ασφαλιστικές εισφορές.

Εκκαθάριση και συμψηφισμός εισφορών

Οι ασφαλισμένοι οι οποίοι αρχικά υπήχθησαν στις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 39, πληρούντες τις νόμιμες προϋποθέσεις, αλλά, στη συνέχεια, τις απώλεσαν (επειδή, για παράδειγμα, παρείχαν υπηρεσίες σε περισσότερους αντισυμβαλλομένους είτε επειδή δεν είχαν κανέναν αντισυμβαλλόμενο), για το διάστημα που ακολουθεί την έκπτωση από τις ρυθμίσεις της ανωτέρω παραγράφου, καταβάλλουν εισφορές ως μη μισθωτοί. Έτσι, εάν στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους παρασχεθεί υπηρεσία και σε τρίτο αντισυμβαλλόμενο, ο ασφαλισμένος οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο στον ΕΦΚΑ, με σχετική αίτηση-δήλωση, ώστε να επέλθει η σχετική μεταβολή στο μητρώο και να ενημερωθεί/ούν ο/οι αντισυμβαλλόμενος/οι, προκειμένου να απαλλαγεί/ούν από την ανωτέρω υποχρέωση. Όπως και για κάθε άλλη κατηγορία ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων, στο τέλος εκάστου έτους, θα πραγματοποιείται εκκαθάριση και συμψηφισμός μεταξύ των καταβληθεισών κατά τους ανωτέρω μήνες εισφορών και των οφειλόμενων εισφορών, με βάση το πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, (όπως αυτό προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος).

Παραδείγματα 

Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας και αμοιβή, ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία Α.Π.Υ. Η εν λόγω κλινική αποτελεί το μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού. Επομένως, αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των Α.Π.Υ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ως άνω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα. Συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση και με δεδομένο ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, ο εν λόγω ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.

Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει Α.Π.Υ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση. Επομένως, σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή, ύψους 500 ευρώ. Σε αυτή υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08- 500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΑΓΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΣΕ ΔΥΟ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ